- πεντεμυριομέδιμνος
- πεντε-μῡριομέδιμνος, ον,A of fifty thousand medimni burden, Tz. H. 2.108.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεντεμυριομέδιμνος — και πενταμυριομέδιμνος, ον, Μ (για πλοίο) αυτός που έχει χωρητικότητα πέντε μυριάδων μεδίμνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέντε μύριοι + μέδιμνος (πρβλ. εξ μέδιμνος)] … Dictionary of Greek
πεντεμυριομέδιμνον — πεντεμυριομέδιμνος of fifty thousand medimni burden masc/fem acc sg πεντεμυριομέδιμνος of fifty thousand medimni burden neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταμυριομέδιμνος — ὁ, Μ βλ. πεντεμυριομέδιμνος … Dictionary of Greek